χαλυβδώνω — χαλυβδώνω, χαλύβδωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαλύβδωση — και χαλύβωση, η, Ν [χαλυβδώνω / χαλυβώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαλυβδώνω … Dictionary of Greek
σιδηρώνω — σιδηρῶ, όω, ΝΜΑ [σίδηρος] (ενεργ. και παθ.) επικαλύπτω, περιβάλλω με σίδηρο («ἅμαξα σεσιδηρωμένη», πάπ.) νεοελλ. μσν. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ σιδηρούμενοι μοναχοί τού 11ου και τού 12ου αιώνα οι οποίοι υπέβαλλαν τους εαυτούς… … Dictionary of Greek
τσελικώνω — Ν [τσελίκι] 1. χαλυβδώνω, ατσαλώνω 2. μτφ. ενδυναμώνω, ενισχύω … Dictionary of Greek
χαλυβοποιώ — έω, Ν χαλυβδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ποιώ*] … Dictionary of Greek
χαλυβώνω — Ν βλ. χαλυβδώνω … Dictionary of Greek
ατσαλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω το σίδερο χάλυβα, χαλυβδώνω, οπλίζω με χάλυβα: Έδωσαν τα τσεκούρια τους να τους τα ατσαλώσουν. 2. δυναμώνω, τονώνω: Ατσάλωσαν νεύρα και καρδιά και πολεμούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσελικώνω — και τσιλικώνω τσελίκωσα, τσελικώθηκα, τσελικωμένος, χαλυβδώνω, ατσαλώνω: Τσελίκωσε την καρδιά σου και μην κλαις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)